- άπνους
- ους , ουν бездыханный, мёртвый;
πίπτω άπνους — падать без чувств, замертво
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πίπτω άπνους — падать без чувств, замертво
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπνους — (AM ἄπνους, ουν, Α κ. ἄπνοος, ον) αυτός που δεν αναπνέει, ο νεκρός αρχ. 1. ο δίχως πνοή ανέμου 2. αυτός που δεν έχει καλό αερισμό … Dictionary of Greek
ἄπνους — ἄπνοος without wind masc/fem nom pl ἄπνοος without wind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμώ — άω και έω (AM λιποθυμῶ, έω) υφίσταμαι λιποθυμία νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, η, ο α) λιπόθυμος β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.) μσν. μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω… … Dictionary of Greek
λιπόπνους — λιπόπνους, ουν, ασυναίρ. οος, οον (Α) 1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός 2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγή («λιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πνους (<… … Dictionary of Greek
νήυτμος — νήϋτμος, ον (Α) αυτός που δεν έχει, αναπνοή, άπνους («κεῑται νήϋτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀϋτμή «πνοή, αναπνοή»] … Dictionary of Greek